- μετακύμιος
- μετακύμιοςbetween the wavesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακύμιος — μετακύμιος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.… … Dictionary of Greek
μετακύμιον — μετακύμιος between the waves masc/fem acc sg μετακύμιος between the waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυμίοις — μετακύμιος between the waves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)